- γλυκόπιοτος
- -η, -ο(για ποτά), ο ευχάριστος στη γεύση: Ήπιαμε γλυκόπιοτο κρασί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλυκόπιοτος — η, ο (Μ γλυκόποτος, ον) (για ποτά και τσιγάρα) αυτός που έχει ευχάριστη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + πίνω] … Dictionary of Greek
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
γλυκόποτος — ον βλ. γλυκόπιοτος … Dictionary of Greek
ηδύγευστος — η, ο γλυκός στη γεύση, γλυκόπιοτος («φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γευστός (< γεύομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek